- ἐντελευτῆσαι
- ἐντελευτάωend one's life in . .aor inf act (attic ionic)ἐντελευτάωend one's life in . .aor inf act (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενευδαιμονώ — ἐνευδαιμονῶ, έω (Α) ευδαιμονώ, είμαι ευτυχής με κάτι ή μέσα σε κάτι (α. «ταῑς βασιλείαις ἐνευδαιμόνησαν», Διόδ. Σικελ. θ. «οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη», Θουκ.) … Dictionary of Greek
εντελευτώ — ἐντελευτῶ, άω (Α) πεθαίνω σ έναν τόπο («καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη», Θουκ.) … Dictionary of Greek